κακομοίρης, -α, -ικο

κακομοίρης, -α, -ικο
κακομοίρης, -α, -ικο και κακόμοιρος, -η, -ο κακότυχος, δυστυχής, άμοιρος, καημένος, άχαρος: Έφαγε της χρονιάς του ο κακομοίρης, χωρίς να φταίει σε τίποτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακομοίρης — α, ικο (Μ κακομοίρης, α) 1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος 2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος,… …   Dictionary of Greek

  • καλομοίρης, -α, -ικο — και καλόμοιρος, η, ο καλότυχος, ευτυχής: Δε θέλω να είμαι κακομοίρης, αλλά καλομοίρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγκούφης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια: Δεν ήθελε να παντρευτεί και έμεινε μαγκούφης. 2. μτφ., κακομοίρης, ανεπρόκοπος: Τέτοιος μαγκούφης που είναι πώς να βρει δουλειά! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφτακακομοίρης — α, ικο πολύ κακομοίρης, ελεεινός, τρισάθλιος …   Dictionary of Greek

  • τσιπλάκης — ισσα, ικο, Ν 1. γυμνός 2: μτφ. φτωχός, κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciplak «γυμνός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”