κακομοίρης — α, ικο (Μ κακομοίρης, α) 1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος 2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος,… … Dictionary of Greek
καλομοίρης, -α, -ικο — και καλόμοιρος, η, ο καλότυχος, ευτυχής: Δε θέλω να είμαι κακομοίρης, αλλά καλομοίρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγκούφης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια: Δεν ήθελε να παντρευτεί και έμεινε μαγκούφης. 2. μτφ., κακομοίρης, ανεπρόκοπος: Τέτοιος μαγκούφης που είναι πώς να βρει δουλειά! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφτακακομοίρης — α, ικο πολύ κακομοίρης, ελεεινός, τρισάθλιος … Dictionary of Greek
τσιπλάκης — ισσα, ικο, Ν 1. γυμνός 2: μτφ. φτωχός, κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciplak «γυμνός»] … Dictionary of Greek